- ἀνδριαντοποιῶν
- ἀνδριαντοποιέωmake statuespres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀνδριαντοποιόςsculptormasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PICTURA — seu PINGENDI Ars. alias Graphice, ex Graeco, definitur Socrati, ἐικασία τῶ ὁρωμένων, Imitatio seu repraesentatio eorum, quae videntur; quam definitionem cum Plastice communem habet. Horat. l. 2. Ep. 2. v. 8. Argilla quidvis imitaberis uda. Ducit… … Hofmann J. Lexicon universale
πυρομάχος — Όνομα 2 Αθηναίων ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε φιλοτεχνήσει χάλκινο τέθριππο που το οδηγούσε ο Αλκιβιάδης. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει άλλον χαλκοπλάστη με αυτό το όνομα, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Κάλλων — Όνομα ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Ανδριαντοποιός από την Αίγινα (6ος αι. π.Χ.). Μαζί με τους επίσης Αιγινήτες Μίνωνα και Ονάτα εκπροσωπεί την αιγινητική σχολή. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν σύγχρονος του Σικυώνιου Κάναλου και μαθητής του… … Dictionary of Greek